συγκληροδόχος
Смотреть что такое "συγκληροδόχος" в других словарях:
συγκληροδόχος — ο, Ν αυτός που μετέχει στην ίδια κληροδοσία με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κληροδόχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στους Ελληνικούς Ιονίους Κώδικας] … Dictionary of Greek